- ἐμφονεύω
- ἐμφονεύω,A kill in . .,
τι ἔν τινι Gp.16.19
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τι ἔν τινι Gp.16.19
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εμφονεύω — ἐμφονεύω (AM) φονεύω μέσα σε κάτι … Dictionary of Greek
ἐμφονεύσας — ἐμφονεύσᾱς , ἐμφονεύω kill in aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)